- ραμφώδης
- -ες, / ῥαμφώδης, -ῶδες, ΝΑ [ῥάμφος]ραμφοειδής.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
ῥαμφῶδες — ῥαμφώδης beak shaped masc/fem voc sg ῥαμφώδης beak shaped neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
φαλαινοπτερίδες — (Balaenopteridae). Οικογένεια κητωδών θηλαστικών της υπόταξης των μυστακοκητωδών. Οι φ. ξεχωρίζουν από τις άλλες φάλαινες γιατί έχουν ραχιαίο πτερύγιο, αυλακώσεις στην κοιλιακή χώρα και οι εφτά τραχηλικοί σπόνδυλοί τους δεν είναι ενωμένοι μεταξύ… … Dictionary of Greek